συντρέπω

συντρέπω
Α [τρέπω]
1. τρέπω κάτι από κοινού με άλλον
2. μέσ. συντρέπομαι
στρέφομαι ομοίως («ὅτι συντρέπεται τῷ ἡλίῳ τοιαῡτα φυτά», Ιάμβλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”